- νανουριστός
- η , ό убаюкивающий, похожий на колыбельный мотив
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νανουριστός — ή, ό [νανουρίζω] αυτός που μοιάζει με νανούρισμα. επίρρ... νανουριστά με νανούρισμα, σαν με νανούρισμα … Dictionary of Greek
νανουριστός — ή, ό αυτός που μοιάζει με νανούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νανουριστικός — ή, ό [νανουριστός] 1. αυτός που μοιάζει με νανούρισμα, που νανουρίζει 2. αυτός που είναι κατάλληλος για νανούρισμα, για να αποκοιμίζει. επίρρ... νανουριστικά με νανουριστικό τρόπο … Dictionary of Greek